- κοιτολογία
- ηβλ. κοιτασματολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιτολογία — η (γεωλ.), ο κλάδος της γεωλογίας που ερευνά τα κοιτάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιτασματολογία — και κοιτολογία, η γεωλ. κλάδος τής οικονομικής γεωλογίας που ασχολείται με την έρευνα τών μεταλλικών και μη μεταλλικών κοιτασμάτων … Dictionary of Greek